Ουράλια

Ουράλια
Ορεινή αλυσίδα της Ρωσίας, που εκτείνεται, σε διεύθυνση από Β προς Ν, επί 2000 και πλέον χιλιόμετρα από την αρκτική τούνδρα έως την αραλοκασπιανή στέπα. Τα όρη αυτά, που έχουν μέτριο ύψος (η ψηλότερη κορυφή Ναρόντναγια έχει ύψος 1.894 μ., αλλά το μεσαίο τμήμα τους φτάνει περίπου τα 600 μ.) και μέσο πλάτος μόνο 160 χλμ., αποτελούν έντονη αντίθεση με τις ασθενείς κυματοειδείς διαμορφώσεις των ημιπεδινών ρωσικών εδαφών και με την ομοιόμορφα εκτεταμένη πεδιάδα της δυτικής Σιβηρίας. Η αλυσίδα των Ο. ορίζει, κατά συμβατικό τρόπο, ένα μεγάλο τμήμα των συνόρων μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, αν και εξαιτίας της νότιας διεύθυνσης της δεν αποτελεί κανένα κλιματικό, βιολογικό ή ανθρωπολογικό όριο. Τα Ο. έχουν σχηματιστεί από παλαιοζωικά, κατά το μεγαλύτερο μέρος, εδάφη: κρυσταλλικούς και αργιλώδεις σχίστες, χαλαζίτες, ασβεστολιθικά πετρώματα του δεβόνιου και του λιθανθρακοφόρου και εκρηξιγενή πετρώματα (γρανίτες, πορφυρίτες, διορίτες, διαβάσες, σερπεντίνες), που απαντώνται προπάντων στην ανατολική πλευρά. Στην ίδια αυτή πλευρά υπάρχουν τμήματα μεσοζωικών ιζηματογενών στρωμάτων εναποτεθειμένα ακανόνιστα στους πιο αρχαίους μετατοπισμένους σχηματισμούς· η συρρίκνωση ανάγεται έτσι στο τέλος του παλαιοζωικού αιώνα και πρέπει να αποδοθεί στην ερκύνιο ορεογένεση. Έπειτα, η αλυσίδα διασπάστηκε και ισοπεδώθηκε από τη διάβρωση χωρίς να επιδράσει καμιά καινούργια συρρίκνωση για vα ανανεώσει τα ανάγλυφα: μόνο σε σχετικά πρόσφατους χρόνους, μετά την παγετωνική δράση του τεταρτογενούς, το σύστημα υπέστη μια ελαφρά ανύψωση, που το έκανε να αναδυθεί και πάλι από το επίπεδο κάλυμμα των ποταμοπαγετωνικών ιζημάτων. Παρά το μέτριο ύψος, παρατηρούνται άφθονες ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις στις οποίες οφείλεται η μεγάλη ανάπτυξη των δασών. Εξάλλου, η εξαιρετική ποικιλία και η αξία του ορυκτού πλούτου εξασφαλίζουν στα Ο. αληθινά εξέχουσα θέση ως μεταλλειολογικό διαμέρισμα. Η εξόρυξη των μεταλλευμάτων σιδήρου χρονολογείται από το 1623, του χρυσού από το 1754 και η παρουσία πλατίνας διαπιστώθηκε το 1824. Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου επέδρασε κατά αποφασιστικό τρόπο και επί του ανθρώπινου οικισμού: τα κατοικημένα κέντρα, όλα με βιομηχανικό χαρακτήρα, είναι πολλά και πυκνοκατοικημένα, προπάντων στους πρόποδες των ανατολικών κλιτύων, όπου βρίσκονται οι πόλεις Σβερντλόβσκ, Τσελιάμπινσκ και Μαγκνιτογκόρσκ. Ξεχωρίζουν γενικά από τα Β προς τα Ν τρία τμήματα: τα Πετρώδη Ο., τα Μεταλλοφόρα και τα Δασώδη. Προς τα Β τα Πετρώδη Ο., από τις όχθες της θάλασσας Κάρα ως 62° βόρειου πλάτους, υψώνονται απότομα από την τούνδρα και οι κορυφές τους, αιχμηρές και βραχώδεις, έρχονται σε αντίθεση με το πράσινο των κωνοφόρων που καλύπτουν τις πλαγιές έως τα 700 μ. Τα Μεταλλοφόρα (ή Κεντρικά) Ο., που εκτείνονται από 62° μέχρι 55° 30’ βόρειου πλάτους, χάνουν την όψη ορεινής αλυσίδας και διαμορφώνονται σε ευρείες δασώδεις κυματώσεις με εύκολα περάσματα, στις ανατολικές πλευρές των οποίων υπάρχουν πολυάριθμες μικρές λίμνες. Τα Μεταλλοφόρα Ο. είναι περιοχή πλουσιότατη σε ορυκτά, που έχει γίνει ζωτικός παράγοντας της σοβιετικής οικονομίας. Από εδώ ξεκινούν οι κυριότερες συγκοινωνιακές αρτηρίες που διασχίζουν τη χώρα. Τα Δασώδη ή Νότια Ο. εκτείνονται μεταξύ 55° 30’ και 51° βόρειου πλάτους. Περιλαμβάνουν το πιο ανώμαλο τμήμα ολόκληρου του συστήματος, που αποτελείται από τρεις παράλληλες ορεινές αλυσίδες με κατεύθυνση από τα Β προς τα Α και από τα Ν προς τα Α, που αποκλίνουν στο νότιο άκρο και προεκτείνονται προς τις στέπες. Οι ψηλότερες κορυφές που βρίσκονται όλες κατά μήκος της δυτικής αλυσίδας είναι η Ιρεμέλ (1595 μ.) και η Γιαμάν Τάου (1.710 μ.) από εδώ πηγάζει ο ποταμός Ουράλης. Τεράστιος είναι και εδώ ο ορυκτός πλούτος. Ουράλια: η κορυφή Σάμπλια (1648 μ.) στα Πετρώδη Ουράλια, βόρειο τμήμα της ορεινής αλυσίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ουράλια — τα βουνοσειρά στη ΒΑ Ρωσία, στα σύνορα με την Ασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουράλιος — α, ο [Ουράλια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια Όρη 2. φρ. α) «ουράλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το ουράλιο» γεωλ. η νεώτερη υποδιαίρεση τού ανώτερου λιθανθρακοφόρου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων του, η οποία είναι αντίστοιχη τής στεφάνιας… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • δουνίτης — Ποικιλία πετρώματος της οικογένειας των περιδοτιτών. Οι δ. περιέχουν 40 42% διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), 9 12% οξείδιο του σιδήρου (FeO) και 45 47% μαγνησία (MgO). Ο ιστός τους είναι ακανόνιστα κοκκώδης. Συναντώνται ως μεγάλοι όγκοι και ως… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Σαρμάτης — και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη …   Dictionary of Greek

  • Σαρματία — η, ΝΑ [Σαρμάτης] γεωγραφική περιοχή εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βαλτική Θάλασσα και από τα Ουράλια ώς τη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο και κατοικούμενη από τους Σαρμάτες …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”